- πολύωρος
- πολύωροςmany years oldmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύωρος — η, ο / πολύωρος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. αυτός που διαρκεί πολλές ώρες («πολύωρη συζήτηση») 2. μακροχρόνιος αρχ. πολυετής («οἶνον... πολύωρον», Δίος). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωρος (< ὥρα), πρβλ. εξά ωρος] … Dictionary of Greek
πολύωρος — η, ο αυτός που διαρκεί πολλές ώρες: Πολύωρη διαδρομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύωρον — πολύωρος many years old masc/fem acc sg πολύωρος many years old neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek